- συμποτικά
- συμποτικόςconvivialneut nom/voc/acc plσυμποτικά̱ , συμποτικόςconvivialfem nom/voc/acc dualσυμποτικά̱ , συμποτικόςconvivialfem nom/voc sg (doric aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
συμποτικάς — συμποτικά̱ς , συμποτικός convivial fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συμποτικός — ή, ό / συμποτικός, ή, όν, ΝΜΑ [συμπότης] αυτός που αναφέρεται ή που ταιριάζει σε συμπόσιο (α. «συμποτικά άσματα» β. «συμποτική μουσική», Φιλόδ.) αρχ. 1. το αρσ. ως ουσ. ὁ συμποτικός αυτός που συχνάζει σε συμπόσια, που τού αρέσουν τα συμπόσια 2.… … Dictionary of Greek
АЛКЕЙ — • Alcaeus, Άλκαι̃ος, 1. см. Perseus, 1; Персей; 2. см. Hercules, 5; 3. знаменитый греческий лирик из Митилены на Лесбосе, современник Сапфо, жил ок. 612 г. Принадлежал к знатному роду и к аристократической партии … Реальный словарь классических древностей
ωδός — (I) ὁ, και ὠδόν, τὸ, Α (δωρ. τ.) βλ. οὐδός (Ι). (II) ὁ, ἡ, (Α, ᾠδός) 1. αοιδός 2. ποτήρι με κρασί που έδινε ο ένας στον άλλο τραγουδώντας συμποτικά τραγούδια. [ΕΤΥΜΟΛ. Συνηρημένος τ. τού ἀοιδός* (< ἀείδω «τραγουδώ»)] … Dictionary of Greek
Αρμόδιος και Αριστογείτων — (6ος αι. π.Χ.). Αθηναίοι πολίτες, που το 514 π.Χ. σκότωσαν τον Ίππαρχο, τον νεότερο από τους γιους του τυράννου Πεισιστράτη, οι οποίοι κυβερνούσαν την Αθήνα μετά τον θάνατο του πατέρα τους. Κατάγονταν και οι δύο από τον δήμο των Αφιδνών της… … Dictionary of Greek